top of page

ΤΟ ΚΟΛΟΣΣΙ

Η κοινότητα μας

Το όμορφο Κολόσσι είναι κτισμένο μόλις 11 χιλιόμετρα από την πόλη της Λεμεσού. Με την πρώτη ματιά στο χωριό, σε ταξιδεύει στις εποχές του παρελθόντος, τότε που βρισκόταν στις δόξες του το επιβλητικό φρούριο του Κολοσσίου. Είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία αφού βρισκόταν μόνο λίγα χιλιόμετρα από το λιμάνι της Λεμεσού. Παλιά επίσης ήταν μια από τις σπουδαιότερες περιοχές παραγωγής ζάχαρης, με εκτεταμένες φυτείες ζαχαροκαλάμου, αλλά και εκλεκτών κρασιών, ιδιαίτερα της κουμανταρίας. Τα δυο αυτά προϊόντα ήταν από τα πιο σημαντικά εξαγωγικά της Κύπρου κατά τον Μεσαίωνα.

Οι κάτοικοι του χωριού τα παλιά χρόνια ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία καθώς στο χωριό υπήρχαν, και ακόμη υπάρχουν, εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα και αμπελώνες. Επίσης ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την επεξεργασία του ζαχαροκάλαμου. Σήμερα, κυρίως οι παλαιότεροι, ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι περισσότεροι, και κυρίως οι νέοι, δουλεύουν στη Λεμεσό.

Το Κολόσσι έχει επίσης δύο συλλόγους, καφενεία, καφετερίες και διάφορα καταστήματα. Επίσης η Πολιτιστική Επιτροπή Κολοσσίου, η οποία οργανώθηκε το 2000, διοργανώνει πολλές εκδηλώσεις στο χωριό. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στους νέους να ασχοληθούν με το θέατρο, τον χορό και τη μουσική. Λόγω της θέσης του, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας της περιοχής Λεμεσού, αλλά και ολόκληρης της Κύπρου. Διά μέσου των αιώνων εξελίχθηκε σημαντικά σε όλους τους τομείς: γεωργία, κτηνοτροφία, μα πάνω από όλα κοινωνικά, ανεβάζοντας και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του. Σήμερα το Κολόσσι είναι ένας πόλος έλξης για έναν σημαντικό αριθμό τουριστών κάθε χρόνο.

Η ιστορία του χωριού

Όταν το 1191 ο βασιλιας της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, συμμετέχοντας στην Γ' σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων τόπων, κατέλαβε το νησί από τον βυζαντινό διοικητή του Ισάκιο Κομνηνό, δεν θέλησε να το κρατήσει για να μην έχει το βάρος της στρατιωτικής φρούρησης του νησιού και της υπόταξης των κατοίκων του, αφού άλλη ήταν η κύρια αποστολή του. Φτάνοντας, λοιπόν, στην Ιερουσαλήμ το πούλησε καταρχή στο στρατιωτικο-θρησκευτικό τάγμα των Ναιτών ιπποτών (Les Templiers} τον Ιούνιο του 1991. Αυτοί ερχόμενοι στην Κύπρο, και με σκοπό να αποπληρώσουν σύντομα το χρέος τους προς τον Ριχάρδο, επέβαλαν τέτοιους βαριούς φόρους στο ντόπιο πληθυσμό, που αυτός επαναστάτησε, ακολούθησαν σφαγές και τον Απρίλιο του 1192 το παρέδωσαν, σε εννέα περίπου μήνες, πίσω στον Άγγλο βασιλιά. Τότε ο Ριχάρδος το πούλησε ξανά στον Γάλλο ευγενή κι έκπτωτο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκί ντε Λουζινιάν, ο οποίος έφερε μαζί του πολλούς ιππότες, ευγενείς και στρατιωτικά τάγματα στα οποία δόθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης και προνόμια, ώστε από τη μια να θεμελειωθεί το φεουδαρχικό σύστημα κι από την άλλη να προστατεύεται το νέο καθεστώς από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς του εχθρούς.

 

Το πλούσιο φέουδο του του Κολοσιού, που  περιλάμβανε 60 περίπου χωριά και κατείχε μια έκταση από την εύφορη πεδιάδα των εκβολών του ποταμού Κούρρη μέχρι τις παρυφές του Τροόδους (Βουνί - Κοιλάνι) παραχωρήθηκε κατά πρώτο στον Γάλλο ευγενή Γκαρίνους ντε Κόλος, από τον οποίο πιστεύεται πήρε το όνομά του το χωριό. Το 1210 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος ο Α', αποζημείωσε τον φεουδάρχη Ντε Κόλος και το μεταβίβασε στο εκλησιαστικό-θρησκευτκό τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ (Ιωαννίτες ιππότες), οι οποίοι έκτισαν το πρώτο μικρότερο φρούριο στο Κολόσσι την ίδια χρονιά, και απετέλεσε έκτοτε το κέντρο της στρατιωτικής τους διοίκησης (Grande Commanderie).

 

Αρχές του 13ου αιώνα από ένας οικισμός χαμόσπιτων, οικοδομήθηκε και το χωριό Κολόσσι με βάση, λέγεται, το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο στην περιοχή. Αυτό περιλάμβανε μια κεντρική πλατεία, εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του Αγ. Ανδρονίκου και γύρω της ένας περιφερειακός δακτύλιος ακτίνας περίπου 150 μέτρων, εκεί απ' όπου διέρχεται σήμερα ο Επιτάφιος κάθε μεγάλη Παρασκευή του Πάσχα.

Μεσαιωνικό Κάστρο Κολοσσίου

Στον πυρήνα της πλουσιώτερης κοιλάδας της Νότιας Κύπρου, στα δυτικά περίχωρα της πόλης της Λεμεσού, προβάλλει ένα από τα σημαντικότερα οχυρά της Μεσαιωνικής Κύπρου , το περίφημο Κάστρο του Κολοσσιού. Η εύφορη αυτή κοιλάδα στις εκβολές του ποταμού Κούρη αναφέρεται συχνά από τους περιηγητές του μεσαίωνα για τις απέραντες φυτείες ζαχαροκαλάμου, αμπελιών, ελαιώνων, χαρουπιών, δημητριακών και βαμβακιού και απετέλεσε κατά την Φραγκοκρατία ένα από τα σημαντικότερα φέουδα των Φράγκων ευγενών.

Για να διαβάσετε τη γραπτή ξενάγηση του Κάστρου του Κολοσσιού, πατήστε εδώ.

Το Κάστρο του Κολοσσιού

Το Κάστρο του Κολοσσίου, που είναι κτισμένο στη νότια άκρη του χωριού, βρίσκεται 11 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά οχυρωματικά έργα που σώζονται στην Κύπρο. Κτίστηκε αρχικά στα 1210 από τους Ιωαννίτες Ιππότες και ήταν έδρα της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης του νησιού. Στα 1306 περιήλθε για ένα σύντομο διάστημα στην κατοχή των Ναϊτών, οι οποίοι υποστήριξαν τον σφετεριστή του θρόνου της Κύπρου, Αμάλριχο της Τύρου.

Το 1310 το διοικητικό κέντρο των Ιωαννιτών μεταφέρθηκε στη Ρόδο παρέμεινε όμως το ήδη ανεγερθέν οχυρό τους στο Κολόσσι η έδρα ισχυρής στρατιωτικής διοίκησης γνωστή ως Commanderie. Το οχυρό χρησιμοποιείται περισσότερο σαν κατοικία και διοικητικό κέντρο των επικεφαλής του μοναχικού τάγματος οι οποίοι οργανώνουν, ελέγχουν και εκμεταλλεύονται την παραγωγή των μεγάλων φυτειών στην ίδια την κοιλάδα του Κολοσσιού και στην ευρύτερη περιοχή που κάλυπτε αρχικά όπως υπολογίζεται γύρω στα 60 χωριά.

H Commanderie του Κολοσσιού έδωσε το όνομα της στο πατροπαράδοτο γλυκό κρασί της Κύπρου γνωστό μέχρι σήμερα με το όνομα Κουμμανταρία. Προφανώς το τάγμα προώθησε την μαζική παραγωγή και εμπορία του κρασιού αυτού με το όνομα του.

Μετά την κατάργηση του Τάγματος των Ναϊτών στα 1313, ο πύργος επανήλθε στα χέρια των Ιωαννιτών, για να καταστραφεί στα 1426 από τις επιδρομές των Μαμελούκων της Αιγύπτου. Πάνω στα ερείπια του κατεστραμμένου πύργου κτίστηκε στα 1454 ο υφιστάμενος, από τον μεγάλο διοικητή του Τάγματος, Louis de Magnac. Το οικόσημο του μεγάλου διοικητή ήταν ένα τρίφυλλο κρινάνθεμο που εμφαίνεται στην τοιχογραφία της σταυρωσης του Ιησού στον 1ο όροφο, στη δεξιά πλευρά κάθε εσωτερικού τζακιού, καθώς επίσης και στο κάτω μέρος της εντοιχισμένης πλάκας στην ανατολική πλευρά του κάστρου, μαζί με το οικόσημο του βασιλείων των Λουζινιανών και των δύο Μαγγίστρων του τάγματος δεξιά κι αριστερά του, του Ζιαν ντε Λαστικ και Ζακ ντε Μιλί. Πρόκειται για λιθόκτιστο οχυρό με τοίχους πάχους 1.25 μ. με τρεις ορόφους συνολικού ύψους 21 μ. Το ισόγειο χρησιμοποιείται πιθανότατα σαν αποθήκη με δύο υπόγειες στέρνες. Η είσοδος στον πρώτο όροφο γίνεται μέσω μίας κρεμαστής γέφυρας. Στον νότιο τοίχο της μίας από τις δύο μεγάλες αίθουσες του ισογείου σώζεται μία τοιχογραφία με την Σταύρωση του Χριστού και το οικόσημο των Magnac που υποδεικνύει την λατρευτική χρήση του χώρου αυτού ενώ η διπλανή αίθουσα με την εστία αποτελούσε ίσως τον βασικό χώρο γευμάτων και φιλοξενίας. Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν άλλοι δύο χώροι οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ως καταλύματα. Στην οροφή του μνημείου μία ζεματίστρα και πολεμίστρες μεταφέρουν στον επισκέπτη εικόνες μεσαιωνικής πολιορκίας.

Το 1488 ο Γεώργιος Κορνάρο αδελφός της τελευταίας Βασίλισσας των Φράγκων Αικατερίνης αφού έπεισε την αδελφή του να παραιτηθεί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στη νήσο έναντι των Βενετών, λαμβάνει ως ανταμοιβή 14 από τα 41 χωριά που ήλεγχε ακόμα η Commanderie της Ρόδου και ο εκάστοτε επικεφαλής της οικογένειας των Κορνάρων λαμβάνει τον τίτλο του ανωτάτου διοικητή της Κύπρου. 

Ο τίτλος αυτός παραμένει στην οικογένεια τιμητικά και μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς και εκχωρείται το 1799 στην οικογένεια των Μοτσενίγγο που νυμφεύθηκε την κληρονόμο του οίκου των Κορνάρων.

Στα ανατολικά του πύργου βρίσκονται τα κατάλοιπα εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, που καλλιεργείτο σε μεγάλες φυτείες στην περιοχή. Οι εγκαταστάσεις, που χρονολογούνται από τον 14ον αιώνα, αποτελούνται από τρεις βασικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους. Το κυριότερο οικοδόμημα είναι το εργοστάσιο επεξεργασίας της ζάχαρης, που είναι μια μακρόστενη πετρόκτιστη καμαροσκέπαστη αίθουσα. Από επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια εξωτερική πλευρά του κτηρίου γνωρίζουμε ότι αυτό επιδιορθώθηκε το 1591, όταν κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο Πασάς Μουράτ. Στα βόρεια της αίθουσας βρίσκονται τα ερείπια του νερόμυλου και του υδραγωγείου.

Εκκλησίες του χωριού

Υπάρχουν πολλές εκκλησίες και ξωκκλήσια στο Κολόσσι. Κοντά στο φρούριο του Κολοσσίου βρίσκεται μια βυζαντινή πετρόκτιστη εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ευστάθιο. Η εκκλησία, σε σχήμα θολωτού σταυροειδούς τετραγώνου, χτίστηκε τον 12ον αιώνα και τον 15ον αιώνα έγιναν επιδιορθώσεις. Απ' ό,τι φαίνεται τη χρησιμοποιούσαν οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη για να εκκλησιάζονται, αφού μέχρι το 1936 στην αψίδα του ναού σωζόταν το οικόσημο του μεγάλου Διοικητή του Τάγματος, Λουί Ντε Μανιάκ. 

Τον 15ο αιώνα, οι Ιωαννίτες ιππότες του κάστρου, μετέτρεψαν την παλιά βυζαντινή εκκλησία του 12ου αιώνα σε ναό δικής τους λατρείας, δίδοντας του το όνομα Αγ. Ευστάθιος, ένεκα της στρατιωτικής ιδιότητας του Αγίου και της λατινικής καταγωγής του. Κατά τον θρύλο ο Άγιος Ευστάθιος που ήταν αξιωματικός του Ρωμαικού στρατού με το όνομα Πλακίδας, σε μια κυνηγετική του έξόρμηση είδε μπροστά του ένα ελάφι με το σχήμα του σταυρού στο μέτωπό του να τον παρακινεί να γίνει Χριστιανός. Ο Άγιος το έκανε, αλλάζοντας το όνομα του σε Ευστάθιο, της γυναίκας του Τατιανής σε Θεοπίστή και των δύο αγοριών του σε Αγάπιο και Θεόπιστο. Όλη μαζί η οικογένεια μαρτύρησε σε πυρακτωμένο μεγάλο καζάνι, όταν ο Άγιος Ευστάθιος μετά από μια νικηφόρο μάχη του, διατάχθηκε να κάνει θυσίες στους θεούς των Ρωμαίων και αρνήθηκε, Μέσα στην ναό υπάρχει η σχετική τοιχογραφία με το ελάφι. Η γιορτή του Αγίου κι η σχετική λειτουργία γίνεται κάθε 20 του Σεμπτέμβρη, καθώς επίσης και κάθε Μεγάλη Δευτέρα του Πάσχα από τον ιερέα της κοινότητας.

Η εκκλησία έχει δύο αψιδωτές πόρτες, μια στη δυτική και μια στη νότια πλευρά. Στον θόλο σώζονται αξιόλογες τοιχογραφίες, που χρονολογούνται από τον 15ον αιώνα. Στην κορυφή του θόλου απεικονίζεται ο Παντοκράτορας, ενώ στα σφαιρικά τρίγωνα, που στηρίζουν τον θόλο, απεικονίζονται οι τρεις Ευαγγελιστές. Ο κάθε Ευαγγελιστής απεικονίζεται να γράφει τις πρώτες λέξεις του Ευαγγελίου. Στον βόρειο τοίχο διασώζεται μέχρι σήμερα η τοιχογραφία του Αγίου Ευσταθίου, η οποία είναι αρκετά διατηρημένη. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εικονοστάσι της εκκλησίας, το οποίο στο κέντρο έχει δύο ξυλόγλυπτα ψάρια, το ένα στραμμένο απέναντι στο άλλο, που αποτελεί σύμβολο του Χριστιανισμού. Μέσα στο ιερό υπάρχουν τοιχογραφίες και η Αγία Τράπεζα, που σώζεται μέχρι σήμερα, η οποία είναι πέτρινη και στηρίζεται πάνω σε μια κολώνα.

Στο Κολόσσι υπάρχει επίσης η ξακουστή εκκλησία του Αποστόλου Λουκά. Βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και είναι η κύρια εκκλησία του χωριού. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1850 και ολοκληρώθηκε τη δεκαετία 1870-1880. Ο λόγος που άργησε να τελειώσει οφειλόταν κυρίως στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στη μεταφορά της πέτρας με τα ζώα. Το 2000 η εκκλησιαστική επιτροπή αποφάσισε να ανακαινίσει και να συντηρήσει την εκκλησία, τόσο εσωτερικά τόσο και εξωτερικά. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 2002.

Τα μνημεία των Ηρώων

Στην είσοδο του χωριού υπάρχουν τα μνημεία των Ηρώων Αντρέα Ονησιφόρου και Σωκράτη Νεοφύτου Σωκράτους, τα οποία κτίστηκαν από το κοινοτικό συμβούλιο Κολοσσίου, για να τιμήσουν τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας μας. Επίσης, του ήρωα Αντώνη Πολυκάρπου από το Κολόσσι, ο οποίος σφαγιάστηκε από τους Τούρκους στο Βαρώσι την δεκαετία του 50'.

Βιογραφικό σημείωμα του Ήρωα Ανδρέα Ονησιφόρου
Ο Ανδρέας Ονησιφόρου καταγόταν από το Κολόσσι , γεννήθηκε το 1934 και ήταν μέλος φτωχής οικογένειας. Ο Ανδρέας εργαζόταν στο Τμήμα Αρχαιοτήτων σαν φύλακας στο κάστρο του Κολοσσιού. Η αγάπη του για την ελευθερία της πατρίδας του τον οδήγησε από νεαρή ηλικία στην Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.). Ήταν αρραβωνιασμένος με την δεκαοκτάχρονη Ιλιάδα Ανδρονίκου. Στις 10/2/1956 όταν Άγγλοι στρατιώτες προσπάθησαν να κατεβάσουν την Ελληνική σημαία από το Δημοτικό Σχολείο Κολοσσιού, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία συμπλοκών. Ο Ανδρέας στη προσπάθεια του να βοηθήσει την Ελένη Φιλίππου η οποία τραυματίστηκε από πυρά των Άγγλων κατακτητών δέχθηκε ριπή αυτόματου όπλου στο στήθος. Μεταφέρθηκαν και οι δύο στο νοσοκομείο αλλά ο Ανδρέας ήταν ήδη νεκρός. Η κηδεία του έγινε στις 13/2/1956. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 29/6/1956 πεθαίνει και η αρραβωνιαστικιά του Iλιάδα Ανδρονίκου , που κτυπήθηκε από ανίατη ασθένεια λίγες μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του Ανδρέα Ονησιφόρου.

 

Βιογραφικό σημείωμα του Ήρωα Σωκράτη Νεοφύτου Σωκράτους

Ο Σωκράτης Ν. Σωκράτους γεννήθηκε στις 4/1/1955. Η μητέρα του Ηρούλλα Γεωργίου Νεοφύτου απεβίωσε στις 19/5/1956. Το ζεύγος Νεόφυτου και Ηρούλλας Σωκράτους είχαν ακόμη δύο παιδιά τον Κωστάκη και τον Ανδρέα που απεβίωσε στις 26/3/1956. Μετά τον θάνατο της μητέρας τους τα παιδιά ανάλαβε η γιαγιά τους Αννετού και η θεία τους Έλλη Παύλου. Όταν τελείωσε το σχολείο εργάστηκε σαν υπάλληλος της ΕΣΕΛ Λεμεσού. Κατατάγηκε στο στρατό τον Γενάρη του 1973 στο 251 Τάγμα Πεζικού. Κατά την διάρκεια της Τουρκικής εισβολής τον Ιούλιο του 1974 έλαβε μέρος στις μάχες του Αγίου Γεωργίου Κερύνειας. Το τάγμα του αποδεκατίστηκε και αυτός επιστρέφει στο Κολόσσι. Προσπαθεί να δει τον αδελφό του ο οποίος σπούδαζε στη Μόσχα τα 2 τελευταία χρόνια αλλά λόγω του πολέμου είχε καταταγεί και αυτός στο στρατό. Στη συνέχεια μεταφέρεται στη περιοχή Κουτσοβέντη και από τότε αγνοείτο η τύχη του. Όταν τελείωσαν οι εχθροπραξίες και επέστρεψαν πίσω οι αιχμάλωτοι από την Τουρκία μετέφεραν και το θλιβερό νέο ότι ο Σωκράτης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στον Κουτσοβέντη στις 14/8/1974 και ώρα 9,50 το πρωί. Ο Σωκράτης ήταν ένας χαμογελαστός νέος με ένα λαμπρό μέλλον. Ήταν μέλος της ΕΔΟΝ, του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ. Ήταν ποδοσφαιριστής της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας της ΠΑΕΚ Κολοσσιού και της ΑΕΛ Λεμεσού.


Οι χάλκινες προτομές των ηρώων μας μαζί με το μνημείο των Πεσόντων και Αγνοούμενων κατά την τουρκική εισβολή του 1974, θα μας θυμίζουν πάντοτε την θυσία τους στο βωμό της ελευθερίας.
 

Ελαιοτριβείο - Μουσείο Κολοσσίου

Από ότι θυμούνται οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού μας, το ελαιοτριβείο Κολοσσιού κτίστηκε και λειτούργησε γύρω στο 1947. Ο χώρος που στεγάστηκε αποτελούσε δωρεάν κάποιου λοφίτη, που λεγόταν Χατζηχριστοφής, προς την εκκλησία του Αποστόλου Λουκά, όπως και ο χώρος που είναι κτισμένο το Δημοτικό σχολείο. Αργότερα τα χώρισε ο δρόμος, η σημερινή Λεωφόρος Αποστόλου Λουκά. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η δωρεά έγινε στο όνομα της εκκλησίας, σύμφωνα με το νόμο της τότε εποχής έπρεπε η εγγραφή να γίνει στο όνομα του προέδρου της εκκλησιαστικής επιτροπής που ήταν τότε ο κύριος Χριστόδουλος Λοϊζίδης, χάρη σε αυτόν λοιπόν και στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε ο ελιόμυλος. Σκέφθηκε ότι ήταν μια πολύ καλή επιχείρηση που θα έφερνε αρκετά κέρδη στο χωριό. Αργότερα, και είναι προς τιμή του αυτό, μεταβίβασε τη δωρεάν στο όνομα της εκκλησίας του Αποστόλου Λουκά.

Λειτουργούσε πάντοτε υπό τη διεύθυνση της εκάστοτε εκκλησιαστικής επιτροπής. Συνολικά εργάζονται σε αυτό επτά άτομα, επόπτευε πάντοτε κάποιος από την επιτροπή, υπήρχε γραμματικός που κατέγραφε τις εισπράξεις από τα «μυλωνιάτικα» όπως τα λέμε και 4-5 εργάτες που χειρίζονταν διαδοχικά ο κάθε ένας από ένα πόστο. Δούλευε επί εικοσιτετραώρου βάσεως και προσέλκυε πολλούς ξένους όπως Παφίτες, Πισσουριώτες και από όλα τα γύρω χωριά, λόγω της βολικής για την συγκοινωνία θέση που βρισκόταν.

Επέφερε αρκετά κέρδη στην εκκλησία, όπως και στους κατοίκους, γιατί εκεί ο παραγωγός είχε την ευκαιρία να πωλήσει μαζικά τη παραγωγή λαδιού επειδή αρκετοί Λεμεσιανοί έρχονται στο μύλο για να αγοράσουν επί τόπου το γνήσιο και νόστιμο λάδι από το Κολοσιάτικο λάδι είχε τη φήμη του εξαίρετου Κυπριακού λαδιού που προερχόταν από γνήσια Κυπριακή ελιά και καμιά σχέση δεν είχε με τη σημερινή παραγωγή λαδιού με τις διάφορες ποικιλίες που εισέβαλαν τα τελευταία χρόνια στην Κυπριακή αγορά.

Επίσης τα γύρω δημοτικά σχολεία οργάνωναν εκδρομές, σε συνδυασμό με την επίσκεψη στο Φρούριο του Κολοσσιού, για να γνωρίσουν οι μαθητές την επεξεργασία της ελιάς σε λάδι με τον παραδοσιακό τρόπο των λεγόμενων «Ζεμπυλιών».

Η Καλλιέργεια Ζαχαροκάλαμου

​Το ζαχαροκάλαμο το μόνο ζαχαροπαράγωγο φυτό της εποχής εισήχθηκε στην Κύπρο από την Αίγυπτο τον 10ο αιώνα, αλλα η καλιέργειά του σταμάτησε τον 16ο αιώνα και αντικαταστάθηκε με φυτείες βαμβακιού για τις αναπτυσσόμενες τότε υφαντουργίες της Ευρώπης. Παράλληλα άκμασε κι η κατασκευή του γλυκού κρασιού της κουμανταρίας  από το όναμα της Grande Commanderie του Κολοσιού, με βάση την γνωστή στους ντόποιους βυζαντινής τεχνικής του απλώματος του μαύρου σταφυλιού στον ήλιο για κάποιες μέρες πριν την απόσταξή του.. Το Κολόσσι διέθετε μύλο ζαχαροκάλαμου και διυλιστήριο ζάχαρης, η παραγωγή του οποίου ανήκε στον εμπορικό οίκο Μαρτίνι της Βενετίας.

Ερείπια του μύλου σώζονται μέχρι σήμερα, στα ανατολικά του Κάστρου του Κολοσσίου, και διακρίνονται καθαρά οι διαστάσεις και η εσωτερική διαίρεσή του. Οι εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα αποτελούνται από τρεις βασικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους. Το κυριότερο οικοδόμημα είναι το εργοστάσιο επεξεργασίας της ζάχαρης που είναι μια μακρόστενη πετρόκτιστη καμαροσκέπαστη αίθουσα. Από επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια εξωτερική πλευρά του κτηρίου γνωρίζουμε ότι αυτό επιδιορθώθηκε το 1591 όταν κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο Πασάς Μουράτ.

 

Στα βόρεια της αίθουσας βρίσκονται τα ερείπια του νερόμυλου και του υδραγωγείου. Η μυλόπετρα βρίσκεται αχρησιμοποίητη στην ανατολική πλευρά του μύλου. Απ' ό,τι φαίνεται από τις διαστάσεις των κτηριακών εγκαταστάσεων, τόσο του μύλου όσο και του διυλιστηρίου, το εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στην Κύπρο. Η Κύπρος, μαζί με τη Συρία και την Αίγυπτο, αποτελούσαν τις χώρες που προμήθευαν τη Μεσόγειο και τη Δυτική Ευρώπη με την περισσότερη ποσότητα ζάχαρης.


 

bottom of page